- ετεροχρονίζω
- [ετερόχρονος]κατασκευάζω, δημιουργώ ή παρέχω κάτι σε χρόνο διαφορετικό από τον συνήθη, τον κανονικό ή φυσιολογικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετεροχρονίζω — ετεροχρόνισα, ετεροχρονίστηκα, ετεροχρονισμένος, αναβάλλω την εκτέλεση μιας ενέργειας σε σχέση με τον καθορισμένο χρόνο που έπρεπε αυτή να πραγματοποιηθεί. Ουσ. ετεροχρονισμός, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροχρονισμός — ο [ετεροχρονίζω] 1. ιατρ. η διαφορά μεταξύ τής χρονοταξίας νεύρου και αυτής τού μυός, η οποία εμποδίζει τη μετάδοση νευρικού ερεθίσματος όταν τα ερεθίσματα είναι μεμονωμένα, αλλά επιτρέπει τη μετάδοση όταν αυτά είναι επαναλαμβανόμενα 2. το να… … Dictionary of Greek